- σύμπυκνος
- σύμ-πυκνος, dicht oder eng zusammengedrängt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σύμπυκνος — ον, Α πολύ πυκνός … Dictionary of Greek
σύμπυκνα — σύμπυκνος pressed together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek